Να βγάλουμε και κανένα απωθημένο εμείς οι άντρες ποιητές, ευτυχώς η μυθολογία μας δικαιώνει, δυστυχώς η πραγματικότητα μας εξισώνει.
Ο θάνατος της Ηριγόνης, διαφυσική απόδοση της τραγωδίας του Σοφοκλή
.
Οταν μιά κυρία πιάνει το μολύβι και αρχίζει
Ποιηματάκια να σκαρώνει και σελίδες να γεμίζει
Πρέπει νάχει κατά νου της την κυρία Φανοθέα
Που ο Σοφοκλής την θέλει ποιήτρια, την πιό αρχαία
Τραγωδία «Ηριγόνη» πρέπει ευθύς να μελετήσει
Της μαμάς και του μπαμπά της πάθη να κατανοήσει
Πως η μήτηρ Φανοθέα, σύζυγος του Ικαρίου
Βασιλέως του Διονύσου, νοικοκύρη του κτιρίου
Μόνο εξάμετρα εμέτρα κάθε μέρα αρκετά
Κι’ οι δουλειές μέσα στο σπίτι...τετρακόσιες στην οκά
Κι’ όταν ο μικρός θεούλης ήρθε να επισκεφθεί
Του Ικάριου το παλάτι και να φιλοξενηθεί
Φαγητό δεν είχαν διόλου, που καιρός να μαγειρέψει
Ποιηματάκια και στιχάκια είχε μόνο να φιλέψει
Αγαθός ο Διονυσάκος, ξεκαρδίσθηκε στα γέλια
Και στον σύζυγο μαθαίνει το κρασί από τ’ αμπέλια
Να της δίνει να μεθάει, ποιήματα να αραδιάζει
Ξαπλωμένη στο κρεβάτι όλο σκέρτσα, όλο νάζι
Και μαζί της να γουστάρει σαν ποιήματα διαβάζει
« Μην το δώσεις στο λαό σου, χάθηκες» τονε προστάζει
«Πίνε το με τη κυρά σου, να περνάτε μιά χαρά
και στο πόπολο μη δώσεις ούτε και γιά μυρουδιά»
Μα η κυρία Φανοθέα δεν ακούει συμβουλές
Σαν ποιήτρια φτασμένη, δεν αντέχει κριτικές
Τον Ικάριο τον ψήνει πως γιά να κατανοεί
Ο λαός τα ποιήματά της, του χρειάζεται κρασί
Κι’ όποιον στα ποιήματά της αγανάκτηση προβάλλει
Τον πλακώνει στο κρασάκι, του γυρίζει το κεφάλι
Νέους δρόμους του μαθαίνει, της ποιήσεως τη μέθη
Μα το πλήθος δεν μασάει, αμφισβήτηση ηγέρθη.
Μόνο η κόρη Ηριγόνη, σώας έχουσα τας φρένας
Πολεμούσε το κρασάκι, δεν την άκουγε κανένας.
Κάποια μέρα η πόλις όλη, μεθυσμένη κοινωνία
Του Ικάριου ζητάνε να τους δώσει τα ηνία
Το κρασί τους είχε κάνει μία πλύση εγκεφάλου
Δεν δεχόταν ο καθένας εξουσία κάποιου άλλου.
Αρνηθέντος του καϋμένου, λιθοβόλησαν αυτόν
και στο πτώμα του επάνω λίθων έστησαν σωρόν.
Η θυγάτηρ Ηριγόνη, αγνοούσα την σκηνή
Με την σκύλα της, Μαΐρα, βγήκε εις την εξοχή
Οσφρανθείσα η σκυλίτσα, έτρεξεν εις τον σωρόν
Και η Ηριγόνη βρήκε τον πατέρα της νεκρόν.
«Ω, μητέρα, επιπολαία» έβγαλε μία κραυγή
και στου δένδρου εκρεμάσθη το ψηλότερο κλαδί.
Παρασκευή 4 Απριλίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου