Στο καβούκι μου

Τα κείμενα της καθημερινότητας θα δημοσιεύονται στο εξής στον Βερνάρδο τον ερημίτη, στην διεύθυνση : http://gerimitiis.blogspot.gr/

Ποιήματα θα βρείτε στην ποιηματοποίηση

ενώ

Πεζά και διηγήματα στην διηγηματοποίηση

...

Τι δεν είναι και τι είναι το gpoint'sbreeze

Δεν είναι χώρος που προωθεί έμμεσα ή άμεσα διαφημίσεις.
Δεν είναι χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού της.
Δεν είναι χώρος που θα σας υποχρεώσει ν' ακούσετε την μουσική που αρέσει στον δημιουργό του.

Είναι ένας χώρος που σέβεται την σκέψη και την ελληνική γλώσσα.
Είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τους επισκέπτες του και τον εαυτό του.



Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Οινος ευφραίνει...

Εφιαξα  φέτος λίγο κρασί από τα κλήματα της αυλής χωρίς να το πάω σε οινολόγο και χωρίς χημικά. Εχοντας την πείρα πολλών αποτυχημένων προσπαθειών (που απέδωσαν υπέροχο ξύδι) κατάφερα να το διατηρήσω μέχρι σήμερα που άνοιξα το τελευταίο μπουκάλι, λευκό από κοκκινάρα, ωριμασμένο στο ψυγείο. Ενα απίθανα αρωματικό κρασί που μου θύμισε την προσήλωση στο κρασί που είχαν κάποιοι παλιότεροι "βαρελόφρονες".

Μια σχετική ιστορία είχα γράψει κάποτε :





...ρέε δ' άμβροτον αίμα θεοίο
ιχώρ, οίός πέρ τε ρέει μακάρεσι θεοίσιν
ου γαρ σίτον έδουσ' ου πίνουσ' αίθοπα οίνον,
τούνεκ' αναίμονες εισί και αθάνατοι καλέονται
(Ιλιάδα, ραψ Ε)
Ρέει το αίμα της θεάς και άφθαρτον είν’ εκείνο,
το έχουν μόν’ οι μάκαρες θεοί και ιχώρ το λέγουν.
Οίνον δεν πίνουν οι θεοί, μήτε σιτάρι τρώγουν,
κι είναι δια τούτο αναίματοι και αθάνατοι καλούνται.
( μετάφραση Ιακ. Πολυλά)
.
Πιτσιρίκι μ’ έστελνε η θεία μου να ψωνίσω στο μπακάλικο του χωριού. Σκοτεινός χώρος, γεμάτος αρώματα και λίγδα. Κρασοβάρελα πάνω, πετρέλαιο κάτω, υποτυπώδες ψυγείο κι’ η μυρωδιά απ’ τις παστές σαρδέλες να υπερισχύει. Το τενεκεδάκι  με τις αντζούγιες μόνιμα ανοικτό και κάθε τόσο να φεύγουνε πεντ’ έξη σε μια λαδόκολλα για το μοναδικό τραπεζάκι και τις λιγοστές καρέκλες. Στα ανήλιαγα, δυο-τρεις ψαράδες κι’ ο κυρ Ιξίονας, ο προύχοντας, καθισμένοι στο σιδερένιο τραπεζάκι, μπερδεμένοι στα ψίχουλα του ψωμιού και στα υγρά της ντομάτας, συνόδευαν το κρασάκι τους μ’ αλίπαστα και ταγγισμένο κεφαλοτύρι. Σερβίτσιο μοναχό είχαν μαχαίρια και ποτηράκια της ρακής. Κουβέντιαζαν ήσυχα, οι ψαράδες για τον καθημερινό τους μόχθο κι’ ο κυρ Ιξίονας τα δικά του. Χανόταν ο καθένας στα λόγια του και σπάνια τα μπλέκανε σε κάτι κοινό. Ισως γιατί τα κοινά ήταν επώδυνα, ίσως η ζάλη του κρασιού. Το χωριό δεν είχε ταβέρνα, μόνο ένα θορυβώδικο μαγέρικο, το χρυσό τηγάνι το λέγανε περιπαικτικά, τηγανιτά μόνο μαγείρευε, στο ίδιο πάντα λάδι.
Η γυναίκα του κυρ Ιξίονα -υγιέστατη- φώναζε το μοναδικό ταξί του χωριού για να την πάει πεντακόσια μέτρα πιο πέρα στο «φιλολογικόν τέϊον» που διοργάνωναν άλλες κυρίες του χωριού, δικαιολογία γιά να πέσουν στην λατρεία του μπαλλαντέρ και του φάντη.
Ηταν και μια ευκαιρία να μένει μόνη η κόρη με το φίλο της που έκανε τη θητεία του στο ναυτικό μέσα στο σπίτι του κυρ Ιξίονα με τις πολλές γνωριμίες. Εδινε το «παρών»  κάθε πρώτη και δεκάξη του μηνός και τις υπόλοιπες μέρες φύλαγε σκοπιά στην κρεβατοκάμαρά της. Τ’ άκουγα αυτά πιτσιρικάς μα δεν τα καταλάβαινα. Μόνο μου ερώτημα ήτανε τι δουλειά είχε ο κυρ Ιξίονας με τους «παρακατιανούς». Τόσα λεφτά είχε, μπορούσε να πάει κάπου καλύτερα, να φάει κάτι καλύτερο, βρε αδερφέ.
 
Μου λύθηκε η απορία ένα πρωΐ όπως περίμενα να κόψει
ο μπακάλης το χαλβά που του παρήγγειλα. Μπήκε φουριόζα μια γειτόνισσα γαλιάντρα και διέκρινε στα σκοτάδια την μορφή του προύχοντα :
- Πάλι τα πίνεις πρωΐ-πρωΐ, κυρ Ιξίονα ;
Μετέωρο το χέρι με το κρασί, δεν έφτασε στο στόμα. Θες η στιγμή, θες το κρασί, περίλυπη ακούστηκε η φωνή του κυρ Ιξίονα :
-Με μια γυναίκα τρελλή και μια κόρη πουτάνα, τι θες να κάνω κυρά Λένη ;

.




Δεν υπάρχουν σχόλια: