Αυτό που βλέπεις στο μισοχορταριασμένο το παρτέρι, δεν είναι άλλο τίποτα από το ξόδι ενός φοίνικα σαν κόπηκε όντας άχρηστος ή γερασμένος. Ο ξάδερφος του, το πουλί, μπορεί να λένε πως ξαναγίνεται από τις στάχτες του, σαν νάχε μέσα του ένα αυγό που εκκολάπτεται, μα τούτη δω η μορφή, του δέντρου, στη φωτιά δεν δίνει παρά μια φλόγα, ψόφια.
Είχε κι αυτό αναγεννήσεις κάποτε, σαν κάποιες άνοιξες παλεύανε τα φύλλα τα ξερά να του καθαρίσουν, που κρέμονταν σαν υπερήλικα βυζιά, να κόψουν παρακάτω απ' τα κοτσάνια τα υπολείματα, να φιάξουν μπακλαβάδες στον κορμό, να τόνε καλλωπίσουν. Ψηλά στην ανεμόσκαλα, με το πριόνι στο 'να χέρι και γατζωμένος γερά με τ' άλλο, παλεύει ο εργάτης να τιθασεύσει το θεριό και κάτω, στη βάση του ένα γύρο, βουνό μαζεύονται κλωστές, φύλλα κι αγκάθια σαν το αλυσσοπρίονο με μουγκρητό δαιμόνων λειαίνει τον κορμό του.
Μα έρχεται κάποτε καιρός που γήρας ή αρρώστια τα σωθικά του τρώει και σαν καράβι που ' μπασε νερά, στο πλάϊ γέρνει. Είναι σημάδι αλάνθαστο, σωθήκαν τα ψωμιά του και τότε είναι φρόνιμο, πριν άνεμος το ρίξει, χέρι ανθρώπινο, σκληρό, το νήμα του να κόψει.
Από ψηλά ο δήμιος θ' αρχίσει να τον κόβει, κομμάτια οριζόντια, ως τα ριζά να φτάσει κι εκεί, ανάποδο ταψί το ίχνος του θ' αφήσει. Με τον καιρό φυτρώνουνε στην επιφάνειά του βρύα και πρασινάδες και μανιτάρια σαν καιρός και υγρασία τα ευνοήσει, ίδια κι απαράλλαχτα με τους χορταριασμένους τάφους.
Ετσι τελειώνει η ζωή του φοίνικα, του δέντρου.
1 σχόλιο:
Τρία χρόνια μετ΄, δυστυχώς, ήρθε η ώρα του...
Δημοσίευση σχολίου