Δεν έψαχνε να βρει την Αλήθεια. Την δική του αλήθεια έψαχνε. Μέσα στις χριστουγεννιάτικες μπάλλες, παραμορφωτικά κυρτά κάτοπτρα σαν πλησιάσεις γιά να δεις. Αντιγραφή της κοινωνίας. Όσο πιό κοντά πλησίαζε κάποιον, τόσο πιό παραμορφωμένος του φαινότανε. Από μακριά όλα φαινότουσαν κανονικά. Μα τι του θύμιζαν ;
Δεν έψαχνε να βρεί άν ήταν σωστή η ημερομηνία, αν εορτάζανε την του Διός την γέννησην, του Βούδα, του Μωάμεθ, όλα θεία βρέφη ξεκινήσανε, στο δρόμο κάναν τις διαφορές.
Ούτε τα έθιμα τα παμπάλαια, τα μισοξεχασμένα, με το σιτάρι στο πάτωμα, απλά και φτωχικά, χωρίς ξενόφερτες γαλοπούλες και τραπέζια αφθονίας. Το μέτρο έψαχνε, το αναλλοίωτο πίσω από τις φανφάρες και τα τραγούδια.
Θυμήθηκε που κατέβηκε στο υπόγειο στα ξεσκέπαστα πιθάρια με το λάδι.Τόχανε φέρει απ΄το χωριό, σε δροσερό μέρος διατηρείται καλύτερα, φτάνει ν’ αερίζεται. Σε κάθε πιθάρι ισορροπούσε στο χείλος γατζωμένο με τα νύχια του κι’ ένα ποντίκι. Βουτούσε την μακριά ουρά του μεσ’ στο λάδι κι’ ύστερα την έγλειφε και φτού κι’ απ’ την αρχή. Είχε μιά αρμονία το όλον θέαμα, ένα συγχρονισμό, έδειχνε τη δύναμη της δομής της κοινωνίας τους. Γύρισε επάνω, στον κόσμο του, στα χαμογελαστά πρόσωπα των συγκατοίκων του. Δέντρο ή καραβάκι ; Θέμα πολιτικής τοποθέτησης, κάποιος το είπε στάση ζωής. Με χαμόγελο όλα αυτά βεβαίως, γιορτές έχουμε. Φυσικά και στα δυό μπάλλες στολίδια θα βάζανε.
«Χρόνια πολλά » περάσανε και τίποτε δεν άλλαξε, σκέφτηκε με πικρία καθώς άλλοι αντάλλασσαν ευχές συμμορφωμένοι στο κλίμα το γιορταστικό. Κάποιος πρότεινε να ρίξουνε φωτοβολίδες, ήταν στη μόδα τα τελευταία χρόνια σ’ όλες τις γιορτές. Είδε το γάτο χορτασμένο και τετράπαχο απ΄τις κονσέρβες να κοιμάται μακαρίως. Θα ξύπναγε άραγε με τα βεγγαλικά ;
Βγήκε στο κήπο στο φως του φεγγαριού. Πιό πέρα στη γραμμή τα απλωμένα ρούχα κρέμονταν. Κάτι πουκάμισα, κάλτσες και σώβρακα. Αναρωτήθηκε αν ήθελε να τ’ αγγίξει, αν θα βρισκόταν ένας να τ’ αγγίξει. Αρχισαν να βγαίνουν όλοι στο κήπο, οι κυρίες με τις εσάρπες. Κάποιος έβαλε την άγια νύχτα σε σιντί. Τα ρούχα κυματίσανε στο ελαφρό αεράκι και φεγγοβόλησαν στη λάμψη των βεγγαλικών του γείτονα. Ενα σκυλί γάβγισε, ξεσηκωθήκαν κι’ άλλα. Μετά την άγια νύχτα, ένα τραγούδι από σκυλάδικο. Πανευτυχείς κουνιόντουσαν στο ρυθμό του, τσιφτετέλι μεσ’ στο κήπο.
Τα ρούχα χάσανε το μονοπώλιο να μοιάζουν με φαντάσματα, ήτανε κι’ ακίνητα, κρεμασμένα στα σκοινιά. Ο γάτος βγήκε βαριεστημένος στη βεράντα.
Μπήκε ξανά στο υπόγειο. Τα ποντίκια συνέχιζαν τη δουλειά τους μ’ αρμονικές κινήσεις, συγχρονισμένα σαν τα μέλη μιάς ορχήστρας. Επιτέλους χαμογέλασε.
«Καλά Χριστούγεννα» σκέφτηκε.
Δεν έψαχνε να βρεί άν ήταν σωστή η ημερομηνία, αν εορτάζανε την του Διός την γέννησην, του Βούδα, του Μωάμεθ, όλα θεία βρέφη ξεκινήσανε, στο δρόμο κάναν τις διαφορές.
Ούτε τα έθιμα τα παμπάλαια, τα μισοξεχασμένα, με το σιτάρι στο πάτωμα, απλά και φτωχικά, χωρίς ξενόφερτες γαλοπούλες και τραπέζια αφθονίας. Το μέτρο έψαχνε, το αναλλοίωτο πίσω από τις φανφάρες και τα τραγούδια.
Θυμήθηκε που κατέβηκε στο υπόγειο στα ξεσκέπαστα πιθάρια με το λάδι.Τόχανε φέρει απ΄το χωριό, σε δροσερό μέρος διατηρείται καλύτερα, φτάνει ν’ αερίζεται. Σε κάθε πιθάρι ισορροπούσε στο χείλος γατζωμένο με τα νύχια του κι’ ένα ποντίκι. Βουτούσε την μακριά ουρά του μεσ’ στο λάδι κι’ ύστερα την έγλειφε και φτού κι’ απ’ την αρχή. Είχε μιά αρμονία το όλον θέαμα, ένα συγχρονισμό, έδειχνε τη δύναμη της δομής της κοινωνίας τους. Γύρισε επάνω, στον κόσμο του, στα χαμογελαστά πρόσωπα των συγκατοίκων του. Δέντρο ή καραβάκι ; Θέμα πολιτικής τοποθέτησης, κάποιος το είπε στάση ζωής. Με χαμόγελο όλα αυτά βεβαίως, γιορτές έχουμε. Φυσικά και στα δυό μπάλλες στολίδια θα βάζανε.
«Χρόνια πολλά » περάσανε και τίποτε δεν άλλαξε, σκέφτηκε με πικρία καθώς άλλοι αντάλλασσαν ευχές συμμορφωμένοι στο κλίμα το γιορταστικό. Κάποιος πρότεινε να ρίξουνε φωτοβολίδες, ήταν στη μόδα τα τελευταία χρόνια σ’ όλες τις γιορτές. Είδε το γάτο χορτασμένο και τετράπαχο απ΄τις κονσέρβες να κοιμάται μακαρίως. Θα ξύπναγε άραγε με τα βεγγαλικά ;
Βγήκε στο κήπο στο φως του φεγγαριού. Πιό πέρα στη γραμμή τα απλωμένα ρούχα κρέμονταν. Κάτι πουκάμισα, κάλτσες και σώβρακα. Αναρωτήθηκε αν ήθελε να τ’ αγγίξει, αν θα βρισκόταν ένας να τ’ αγγίξει. Αρχισαν να βγαίνουν όλοι στο κήπο, οι κυρίες με τις εσάρπες. Κάποιος έβαλε την άγια νύχτα σε σιντί. Τα ρούχα κυματίσανε στο ελαφρό αεράκι και φεγγοβόλησαν στη λάμψη των βεγγαλικών του γείτονα. Ενα σκυλί γάβγισε, ξεσηκωθήκαν κι’ άλλα. Μετά την άγια νύχτα, ένα τραγούδι από σκυλάδικο. Πανευτυχείς κουνιόντουσαν στο ρυθμό του, τσιφτετέλι μεσ’ στο κήπο.
Τα ρούχα χάσανε το μονοπώλιο να μοιάζουν με φαντάσματα, ήτανε κι’ ακίνητα, κρεμασμένα στα σκοινιά. Ο γάτος βγήκε βαριεστημένος στη βεράντα.
Μπήκε ξανά στο υπόγειο. Τα ποντίκια συνέχιζαν τη δουλειά τους μ’ αρμονικές κινήσεις, συγχρονισμένα σαν τα μέλη μιάς ορχήστρας. Επιτέλους χαμογέλασε.
«Καλά Χριστούγεννα» σκέφτηκε.
2 σχόλια:
εσύ Τζι αν κάτσεις δέκα μερούλες άντε τρεις εβδομάδες βγάζεις μυθιστόρημα επαγγελματικών προδιαγραφών, στο έχω ξαναπεί. έχεις υλικό που άλλοι θα σκότωναν την πεθερά τους να αποχτήσουν χεχεχε....
Προφανώς αγνοείς την (πρώην) πεθερά μου (χεχεχε)
Ευχαριστώ γιά τα καλά σας λόγια
Δημοσίευση σχολίου