Στο καβούκι μου

Τα κείμενα της καθημερινότητας θα δημοσιεύονται στο εξής στον Βερνάρδο τον ερημίτη, στην διεύθυνση : http://gerimitiis.blogspot.gr/

Ποιήματα θα βρείτε στην ποιηματοποίηση

ενώ

Πεζά και διηγήματα στην διηγηματοποίηση

...

Τι δεν είναι και τι είναι το gpoint'sbreeze

Δεν είναι χώρος που προωθεί έμμεσα ή άμεσα διαφημίσεις.
Δεν είναι χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού της.
Δεν είναι χώρος που θα σας υποχρεώσει ν' ακούσετε την μουσική που αρέσει στον δημιουργό του.

Είναι ένας χώρος που σέβεται την σκέψη και την ελληνική γλώσσα.
Είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τους επισκέπτες του και τον εαυτό του.



Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

4 επταετίες, 28 χρόνια


Οχι, οχι !
Επηρεασμένος από την επέτειο του εικοστου όγδοου έτους του γάμου τους σκεπτότανε να αντιμετωπίσει μονόκραυγα την απαίτηση της να κατακτήσει κάθε σημείο του κορμιού του και συμβολικά της ψυχής του αφού την σωματική παράδοση θα ακολουθούσε η πνευματική, το πνεύμα πίσω απ’την σάρκα σέρνεται όσο η σάρκα το αξίζει, μετά αναδεικνύεται ο «πλούσιος εσωτερικός κόσμος» με τις ηθικές και τις αναστολές του.
Ελαφρώς περίεργο αλλά το αρσενικο σώμα ήταν το μήλο της έριδας σ’ αυτήν την ελληνοιταλική σχέση. Ισως ήταν η κρυφή αρμονία που είχε σμιλευθεί σ’ αυτό με τα χρόνια ...αλλά... αυτή δεν θα έπρεπε να ήταν κοινό κτήμα και των δύο ; Χωρίς την συμβολή του θηλυκού δεν θα είχε φθάσει σ’ αυτό το επίπεδο αισθητικής τελειότητας, δεν ήταν αποτέλεσμα υγιεινής διατροφής και γυμναστικής, αλλά η επίδραση της ιταλικής σχολής όπερας στην αισθησιακή ανάπτυξη της κοιλίτσας, στο προγούλι που θα μπορούσε να δώσει τις κατάλληλες αρμονικές γιά ηχητική τελειότητα και στην ακτινοβολία της πληρότητας του ολοκληρωμένου δρώμενου. Nαι, το αρσενικό ελληνικό του σώμα είχε γίνει η ενσάρκωση ενός μουσικού αριστουργήματος, ενός θησαυρού του οποίου την πατρότητα διεκδικούσαν τόσο ο κάτοχός του, όσο και η γυναίκα που το απολάμβανε.
Εικοσιοκτώ χρόνια μέχρι αυτόν τον Οκτώβρη όπου ο κόμπος έφτασε στο κτένι, η Ιταλίδα αισθάνθηκε εγκλωβισμένη στη σχέση της με το κατά κάποιο τρόπο δημιούργημά της, ήθελε να δοκιμάσει την τέχνη της και σε άλλα ανδρικά κορμιά, όπως τα καλογυμνασμένα από την Βουλγαρία, μερικοί λέγανε ότι απώτατος στόχος ήταν ένας Ρουμάνος ιδιοκτήτης πετραιολοπηγών. Οι έως τότε εξωσυζυγικές εμπειρίες της ήταν κάποιος Αιθίοπας και ένας Αλβανός μετανάστης, δεν θα μπορούσανε όμως να μετρήσουν σαν απιστίες, είχαν τελείως διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις ενώ η καθεστωτική ταυτότητα με τον Ελληνα ήταν το στήριγμα του μέχρι τότε έγγαμου βίου τους.
Στα εικοσιοκτώ χρόνια που μέτραγε μαζί της, οι μικρές προσπάθειες του αρσενικού να ανεξαρτοποιηθεί χαρακτηρίσθηκαν «οπερεττικές» και είχε πλέον αποδεχθει την μοίρα του, δεν πέρναγε άσχημα εξ άλλου μέχρι να λάβει το τελεσίγραφο της περί πλήρους παράδοσης. Και τώρα, ίσως να ήταν η ιδέα περισσότερο που τον ενοχλούσε παρά η ουσία, ποιό σημείο του κορμιού του άραγε να είχε μείνει ανεξερεύνητο ; Μήπως αυτό που συνωμοτικά αποκαλούσαν και οι δύο «ο βαπτιστικός» ; αποφεύγανε όμως να το χρησιμοποιούν συχνά αντίθετα με δικά της σημεία όπως «ο τροβατόρε» ή «η τραβιάτα» που είχαν πάντοτε τον πρώτο λόγο στις ερωτικές πρωτοβουλίες της.
Μπροστά στο φάσμα του χωρισμού, στην κατάρρευση μιάς μακροχρόνιας σχέσης, σαν φιλμ μιά ολόκληρη ζωή άρχισε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του παγιδευμένου αρσενικού. Στο εσωτερικό βούρκωμα που του προκαλούσε η απαίτηση της στέρησης μιάς κάποιας αμφιβόλου αξίας ελευθερίας άρχισε να ξαναβλέπει την αρχή της σχέσης τους, τις πρώτες νύχτες τους και τις πρώτες νότες, τα πρώτα κρυφοαγγίγματα της, αυτά που τον έκαναν πιό όμορφο, τόσο όμορφο ώστε να αξίζει την αγάπη της, ναι το παραδεχότανε ήτανε και δημιούργημα της ιταλίδας του. Ακριβώς όπως ιταλική ήταν η μελωδία που έντυσε μ’ ελληνικά λόγια ο Γιώργος Οικονομίδης και βγήκε το «κορόϊδο Μουσσολίνι», το πιό πετυχημένο τραγούδι ενός άλλου ελληνοϊταλικού πόλεμου, σε κάποιο πολύ πεζό και πρακτικό επίπεδο.
Μετά «έπαιξαν» στα μάτια του η ωριμότητα και η αρμονία της γνώσης του «αντίπαλου δέους και πόθου» που έκαναν τον καιρό να κυλάει τόσο γλυκά και να λαξεύει ομορφιές στα σώματά τους, κυρίως στο δικό του μέχρι να προκαλέσει τις έντονες διεκδικησεις κυριότητας εκ μέρους της.
Απέναντί του, σαν εχθρός η ωραιότατη Ιταλίδα, απαιτητική σαν ιδιοκτήτρια και αποφασισμένη όσο ένας χαρτοπαίκτης που τζογάρει την τελευταία του μάρκα. Αισθάνθηκε ένα πόνο γι’ αυτό που χάθηκε. Ητανε βέβαιος, είτε δεχότανε τους όρους της, είτε όχι ποτέ τίποτε δεν θα ήταν ξανά όπως πρώτα, το γιαλί είχε ραγίσει οριστικά.
Το «οχι» του φάνηκε σαν κραυγή λαού, ίσως και όχλου.
Την κοίταξε κατάματα :
- Alors, c’ est la guerre (*), είπε, είναι ιστορικά εξακριβωμένο...


(*) στα γαλλικά : τότε, έχουμε πόλεμο

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

Πίκρα



Φίλτατε
Αυτό το τηλεγράφημα
Στα χέρια σου σαν φτάσει
Κι’ είναι νωρίς τ’ απόγευμα
Λιγάκι πριν βραδιάσει
Να θυμηθείς στις γλάστρες σου
Λίγο νερό να ρίξεις,
Δυό ρίζες δενδρολίβανο
Να τις κορφολογήσεις

Σαν το διαβάζεις, ξάπλωσε
Με το χαρτί στο χέρι
Μπορει στο τηλεγράφημα
Να κρύβεται χουνέρι
Μπορεί και νά’ναι γιά καλό
Ποιός τάχατες να ξέρει ;
Να λέει πως ο φίλος σου
Ακρας υγιείας χαίρει

Αλλά - στο φέρνω μαλακά -
Την σήμερον ημέρα
Παν’ τα τηλεγραφήματα...
Τα φαξ τα κάναν πέρα

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Οι ποιητές γεννιώνται νύχτα

Ακόμα και οι ποιητές των όλων. Ενα κείμενο που θα μπορούσε να συνοδεύει την πρώτη απόπειρα έκδοσης ποιητικής συλλογής.


Την ειδε. Γύρισε το κεφάλι του στον ουρανό και την είδε. Αρχικά δεν το πίστευε ούτε μετά το πίστευε. Αρχικά γιατί δεν το περίμενε και μετά γιατί δεν ήταν όπως την περίμενε.

Η έμπνευση του, η μούσα του πετούσε ανάμεσα στ’ αστέρια...

Οχι σαν διαστημόπλοιο, όχι σαν άγγελος μα σαν γριά μάγισσα επάνω σε σκουπόξυλο. Και όσο έβλεπε καλύτερα τα ξεβαμμένα της μαλλιά, τα μισοτριμμένα της ρούχα, το θλιβερό καπέλλο, τα ξυπόλητα πόδια τόσο πιο σίγουρος αιαθανότανε πως δεν είχε γελαστεί. Αυτή ήταν, του άρεσε, δεν του άρεσε αυτή ήταν, η μούσα του.

Το μόνο που δεν καταλάβαινε ήταν αυτό το μικρό σπιτάκι στην άκρη του κονταριού της σκούπας. Ηταν ένα μικρό σπιτάκι με μιά μικροσκοπική αυλίτσα και εκεί δυό ακόμα πιό μικροσκοπικά ανθρωπάκια παλεύανε και βγάζανε τα μάτια τους. Κοιτώντας πιό καλά τους αναγνώρισε ήταν ο ρίτσος κι’ ο καβάφης που παλεύανε ποιος θ’ ανεβεί στο κυπαρίσσι της αυλής.

Οι κάμπιες κατηφορίζανε ήδη από αυτό και τα πλακάκια στην αυλή ήτανε πράσινα. Το φεγγάρι του ουρανού έγινε το φεγγάρι της μικρής αυλής, προσαρμόστηκε στον καινούργιο του ρόλο, τ’ αστέρια συμπυκνώθηκαν κι’ έλαμψαν περισσότερο στον μικρούλη ουρανό της αυλής. Ηταν μια όμορφη εικόνα αλλά η μούσα δεν φαινόταν πια. Σύννεφα κάλυψαν τον υπόλοιπο ουρανό, το σπιτάκι άρχισε να φαίνεται σαν φάτνη κι΄ο ρίτσος με τον καβάφη σαν δυό μικροί χριστούληδες. Υπήρχαν πολλά άσπρα προβατάκια κι’ ενα μαύρο αφιερωμένο στον Ποσειδώνα. Ισως υπήρχε κι' ένας γάϊδαρος, δεν φαινότανε καλά - ήταν χοντροί οι μάγοι. Γύρω γύρω όμως δεν πετούσαν αγγελάκια αλλά μικρές μάγισσες με σκουπόξυλα. Αλλά καμμία δεν ήταν η μούσα του, ήταν εντελώς σίγουρος αυτή την φορά.

Πιό πέρα οι κάμπιες άρχισαν να μεταμορφώνονται σε πεταλούδες.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

Πολεμικός Κρίσνα


Τον προαιώνιο εχθρό σαν συναντάς
μην ξαφνιαστεις, δεν ήτανε τυχαίο
Στην ίδια θέση καρφωμένη, χρόνια πολλά
τώρα, η αιτία παραμόνευε
Με αξιοπρέπεια μόνο να πολεμήσεις
τι με την νίκη λύτρωση δεν θάβρεις
Ούτε και με την ήττα
Τις προσβολές του όλες ν’ ανεχτείς
και μόνο ψύχραιμα να τις αντιγυρίσεις
να γίνει η αιτία αφορμή
σαν είναι ώρα τη μάχη σου ν' αρχίσεις.
Ταγμένος ήσουνα πάντα να πολεμάς
Με το κλαδάκι της ελιάς στα δυό σου χέρια,
το φοβερό το όπλο στη ψυχή
Γλυκά στον τσακισμένο αντίπαλο
στ’ αφτί να ψιθυρίσεις
Την ευτυχία που γυρεύαμε
κανένας δεν την βρήκε
Κι' ύστερα φύγε
οι νεκροί
τα ξεβρασμένα κούτσουρα
σ' ακρογιαλιά
θυμίζουν

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Γλυκειά ζαλάδα


Την είδε. Ισως η ελαφριά κλίση της, ίσως τα απαλά χρώματά της, ίσως η αίσθηση του λάθους που υπήρχε διάχυτη σε όλη της την ύπαρξη, τραβηξε το βλέμμα του. Συμβαίνει μερικές φορές άλλο να ψάχνεις κι’ άλλο να σου τραβά την προσοχή.
Ηταν στο πάνω σημείο της πρόσοψης, μακρόστενη με μπλέ γράμματα σε κίτρινο φόντο. Απο κάτω η κλασσική βιτρίνα με τον κρυφό φωτισμό και τα ζωντανά μοντέλα.
Ηταν η μόνη σε μιά ακτίνα ίσως και δύο χιλιομέτρων που δεν ήταν από νέον και η μόνη με ελληνικούς χαρακτήρες. Και το περιεχόμενο της από άλλο πλανήτη, από άλλη εποχή, απίστευτο : «Διονυσιακά όργια». Μα ίσως πιό απίστευτη ήταν η φίρμα της εταιρίας από κάτω «Αφοί Διώνη και Σία». Τι του θύμιζε...πίσω στην Ελλάδα, πίσω στο χρόνο όταν ακόμη οι εταιρίες ήταν προσωπικές και οι συνεταίροι χωράγαν όλοι σε τρία γράμματα Σία. Δεν ήξερε τι ακριβώς σήμαινε, δεν ρώτησε να το μάθει, σαν συντόμευση του συντροφία του φαινότανε, αργότερα η άλλη Σία η αμερικάνικη βρώμισε τη λέξη και γεμίσαμε εταιρίες περιορισμένης ευθύνης .
Η βιτρίνα ήταν ίσως η πιό κόσμια της γειτονιάς. Ενας άντρας με σαγιονάρες και σλιπάκι έντονα φουσκωμένο στο επίκεντρό του και δυό γυμνόστηθες στριγγάτες ελαφρώς νυσταγμένες δεξιά και αριστερά του να του τρίβονται επαγγελματικά. Ολο το σκηνικό της βιτρίνας ήταν σκεπασμένο με μεταξωτές κουρτίνες σε ροζ και πορτοκαλί χρώματα, ίσως από κάτω να ήταν κάποιο σκηνικό ανάλογο του τίτλου, κανένας Πάνας και τίποτα μαινάδες σε βουκολικό τοπίο που δεν συγκινούσανε τους βόρειους και ο νέος ιδιοκτήτης το γύρισε στην πεπατημένη. Ηταν σίγουρος πως οι αδερφοί Διώνη είχαν πουλήσει το μαγαζί, το έβλεπε στην εγκατάλειψη της ταμπέλας, στην παγερή αδιαφορία του νέου ιδιοκτήτη να την αλλάξει, όπως κάνουνε οι κινέζοι που πουλάνε ρούχα σε μαγαζιά θρυλικά δισκοπωλεία. Ούτε τις ταμπέλες δεν αλλάζουνε, ίσως να είχαν περάσει και από εκεί, ίσως κινέζοι να ήτανε οι νέοι ιδιοκτήτες.
Αμβούργο. Σαν Πάολι, η κακόφημη συνοικία. Μαγαζιά με βιτρίνες ζωντανές κι’ αυτός να ψάχνει τις νεκρές τις αναμνήσεις.
Δεν ήτανε πολύ μαζί της, δυό μήνες σκάρτους. Στη δεύτερη βδομάδα την παντρεύτηκε, την πέμπτη την χώρισε αλλά μείνανε ακόμα λίγο μαζί. Του είχε πει πως δεν άντεχε την ιδέα να είναι παντρεμένοι και δοκιμάσαν την ελεύθερη συμβίωση. Δεν της είχε πει πως τούχε γίνει απαραίτητη ούτε πως τούφερε μιά ζαλάδα, μιά γλυκειά ζαλάδα μεσ’ στο μυαλό από την πρώτη φορά που κοιμήθηκαν μαζί. Μετά έφυγε κι’ αυτός ξεκίνησε ταξίδι, ναι ταξίδι ήταν και το ψάξιμο μονάχα η αφορμή. Αλλαξε κι’ ήπειρο σαν γύρισε τις πολιτείες όλες στο Αμέρικα. Του φάνηκε πως την αντάμωσε σ’ ένα εστιατόριο με γυμνόστηθες σερβιτόρες στην Καλλιφόρνια αλλά απλά της έμοιαζε. Ρώταγε γι’ αυτήν σε κάθε μπαρ το κάθε βράδυ. Του είπανε πως την είδαν στην Ταγγέρη και πήρε σβάρνα όλη την μεσογειακή παραλία της Αφρικής. Κάποιος τον λυπήθηκε και τούπε να ψάξει στο Αμβούργο, στο Σαν Πάολι. Βρέθηκε να κοιτάζει την βιτρίνα.
Θυμήθηκε που λέγανε γιά τον Ελβις Πρίσλεϋ ότι έβαζε μέσα στο παντελόνι του το χαρτόνι από το χαρτί τουαλεττας γιά να φουσκώνει, αυτό του θύμισε ο μοντέλος, οι γυναίκες του ήταν αδιάφορες. Ξανακοίταξε την ταμπέλλα. «Διονυσιακά όργια».
Θυμήθηκε τους συμμαθητές του. Αλλοι είχανε γίνει γιατροί, άλλοι καθηγητές, άλλοι υδραυλικοί. Αυτός τι είχε γίνει ; Ζούσε στην γλυκειά ζαλάδα του και δεν τον ένοιαζε. Μόνο να την βρεί ήθελε και να ξανακοιμηθεί μαζί της.
Ειδε τις κοπέλλες να αποχωρούν. Αλλαγή βάρδιας σκέφτηκε. Ολες οι ελπίδες του συγκεντρώθηκαν στις δυό καινούργιες κοπέλλες της βιτρίνας, ήτανε βέβαιος πουθενά αλλού δεν θα μπορούσε να την βρεί. Κοίταζε τα χοντροκομμένα ψηλοτάκουνα παπούτσια να αποχωρούν και περίμενε τα καινούργια. Περπατώντας πάνω τους δυό καινούργιες κοπέλλες εμφανίστηκαν στην βιτρίνα. Κόλλησε το μάτι του στο τζάμι να δει καλύτερα . Του φάνηκε πως αναγνώρισε το στήθος της. Ταράχτηκε και κοίταξε το πρόσωπο. Είδε περρούκα και μακιγιάζ και ξέχασε τι έψαχνε. Ηταν κι’ αυτή η γλυκειά ζαλάδα. Από τότε. Από την πρώτη φορά που κοιμήθηκαν μαζί.
Ξανακοίταξε την υπογραφή στην ταμπέλλα. «Αφοί Διώνη και Σία». Λες νάμαι εγώ η Σία αναρωτήθηκε μες’ στη γλυκειά ζαλάδα του.
Κάποιος του είπε πως την είδε στην Τασκένδη...
Χαμογέλασε.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

Ηρη

Την ομορφιά της ώριμης γυναίκας τιμά στο πρόσωπο της Ηρας ο Ομηρος

Ωσάν θα λύσεις τα μαλλιά

και την εσθήτα
από το σώμα σου γλυστρίσεις
ποιά Αφροδίτη, ποιά Ελένη
ποιά θεία, ποιά ανθρώπινη ομορφιά
με την εικόνα σου μπορεί να συγκριθεί ;

Ξεπέτες μοιάζουν
και συγχώρεση ζητούν
στο ηδύ μπροστά
το μέλλον που χαράζεις

Ο μικρομέγαλος ο Δίας τρέμοντας
το κάλεσμά σου αναμένει
να γαληνέψει
να ξεχάσει
πως πρώτος των θεών πρέπει να δείχνει
κατά πως τάχετε κρυφά σας
συμφωνήσει

Πρέπει κι' ο κόσμος να γυρίζει, ναι
μα κι' οι ρυτίδες
πινελιά
στο πρόσωπο να βάζουν