Αυτές τις μέρες έφυγε ο σύντροφος της Μελίνας, ο Ζυλ Ντασσέν. Στη μνήμη του και την μνήμη της
- Οταν πετάς ψηλά μιά πέτρα ανεβαίνει, ανεβαίνει, κάποια στιγμή σταματά κι’ ύστερα πέφτει. Αυτή τη στιγμή πρέπει να πιάσει ο φωτογράφος.
Καθισμένος στο σαλονάκι «με την ωραιότερη θέα στην Φωκίονος Νέγρη» ανάμεσα σε όλες και όλους τους σταρ του θεάτρου τα τελευταία εξήντα χρόνια, συντροφιά με τον υπέργηρο φωτογράφο «του Εθνικού Θεάτρου»- τολμώ να παραφράσω τον Μάνο- όταν αυτό ήταν ακόμη Θέατρο και Εθνικό. Μετά κάποιος διευθυντής του -δεν θα πω το όνομά του- έλεγε «το θέατρό μου». Η συνεργασία διακόπηκε.
Εκπληκτικές φωτογραφίες, πρόσωπα γνωστά και οικεία, ασπρόμαυρες μα με περισσότερα χρώματα απ΄τις έγχρωμες, σπάνιες στιγμές του θεάτρου και των ηθοποιών του σκεπάζουν όλους τους τοίχους. Το βλέμμα μου ξανά και ξανά στη φωτογραφία της Μελίνας. Δεν γύρισε να δει ποιά φωτογραφία κοιτάζω.
- Η γυναίκα, η γοητευτική γυναίκα ξέρει πως να τοποθετήσει τα χέρια της. Πρόσεξε το δάκτυλο στο πηγούνι της. Οταν πήρε αυτή την πόζα- από μόνη της- το κύμα της γοητείας άρχισε να βγαίνει απ’ το στήθος της και να ανεβαίνει. Οταν έφτασε στα μάτια της ήρθε η στιγμή της φωτογράφισης.
« Η σεξόβομβα ξέρει πως να τοποθετεί τα πόδια της» σκέφτηκα αμέσως «μα ποτέ δεν θα συγκινήσει ένα φωτογράφο». Είναι φανερή η λατρεία του κάθε φορά που μιλάει γιά την Μελίνα.
- Η Μελίνα μόλις έμπαινε στο στούντιο κλώτσαγε τα παπούτσια της, χαμογελούσε, σου μίλαγε σαν νάσαστε οι καλύτεροι φίλοι, έδινε την ομορφιά της σ΄όλο το χώρο.
Δεν ξαναβγήκε τέτοια γυναίκα,
Κάποιος μπαίνει και ζητάει ν΄αγοράσει μιά συγκεκριμένη φωτογραφία του Κουν.
Αρνείται.
- Είναι μοναδική. Δεν μπορώ να σας την δώσω.
Ο πελάτης ξεφυλλίζει τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες που μπορούν να αναπαραχθούν. Επιλέγει δυό τρείς, παραγγέλνει και φεύγει.
Ο Elite -όλοι έτσι τον ξέρουν- μου εμπιστεύτηκε το όνομά του.
- Μόνο ο Μουσούρης με φώναζε με το όνομά μου. Ερχότουσαν διάφοροι και του πρότειναν να φωτογραφίσουν τις παραστάσεις τσάμπα, «Εχω φωτογράφο» τους έλεγε.
Το βλέμμα μου φεύγει από τις φωτογραφίες και το γλυκό πρόσωπο του φωτογράφου και μέσα απ’ την βιτρίνα πλανιέται στην Φωκίονος Νέγρη.
- Αυτή η γειτονιά έχει τρείς όψεις. Ερχομαι κάθε πρωΐ. Το πρωΐ με τη λιακάδα και τα παιδιά είναι παράδεισος. Το απόγευμα, άλλο πράγμα, βγαίνουν οι συνταξιούχοι. Το βράδυ γίνεται μπορντέλλο.
Μνήμες από την χαμένη πατρίδα, την Κωνσταντινούπολη, μνήμες από την χαμένη γειτονιά
Χωρίς να πει άλλη λέξη βγάζει ένα αντίγραφο της φωτογραφίας που κοίταζα και μου το προσφέρει.
Καθισμένος στο σαλονάκι «με την ωραιότερη θέα στην Φωκίονος Νέγρη» ανάμεσα σε όλες και όλους τους σταρ του θεάτρου τα τελευταία εξήντα χρόνια, συντροφιά με τον υπέργηρο φωτογράφο «του Εθνικού Θεάτρου»- τολμώ να παραφράσω τον Μάνο- όταν αυτό ήταν ακόμη Θέατρο και Εθνικό. Μετά κάποιος διευθυντής του -δεν θα πω το όνομά του- έλεγε «το θέατρό μου». Η συνεργασία διακόπηκε.
Εκπληκτικές φωτογραφίες, πρόσωπα γνωστά και οικεία, ασπρόμαυρες μα με περισσότερα χρώματα απ΄τις έγχρωμες, σπάνιες στιγμές του θεάτρου και των ηθοποιών του σκεπάζουν όλους τους τοίχους. Το βλέμμα μου ξανά και ξανά στη φωτογραφία της Μελίνας. Δεν γύρισε να δει ποιά φωτογραφία κοιτάζω.
- Η γυναίκα, η γοητευτική γυναίκα ξέρει πως να τοποθετήσει τα χέρια της. Πρόσεξε το δάκτυλο στο πηγούνι της. Οταν πήρε αυτή την πόζα- από μόνη της- το κύμα της γοητείας άρχισε να βγαίνει απ’ το στήθος της και να ανεβαίνει. Οταν έφτασε στα μάτια της ήρθε η στιγμή της φωτογράφισης.
« Η σεξόβομβα ξέρει πως να τοποθετεί τα πόδια της» σκέφτηκα αμέσως «μα ποτέ δεν θα συγκινήσει ένα φωτογράφο». Είναι φανερή η λατρεία του κάθε φορά που μιλάει γιά την Μελίνα.
- Η Μελίνα μόλις έμπαινε στο στούντιο κλώτσαγε τα παπούτσια της, χαμογελούσε, σου μίλαγε σαν νάσαστε οι καλύτεροι φίλοι, έδινε την ομορφιά της σ΄όλο το χώρο.
Δεν ξαναβγήκε τέτοια γυναίκα,
Κάποιος μπαίνει και ζητάει ν΄αγοράσει μιά συγκεκριμένη φωτογραφία του Κουν.
Αρνείται.
- Είναι μοναδική. Δεν μπορώ να σας την δώσω.
Ο πελάτης ξεφυλλίζει τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες που μπορούν να αναπαραχθούν. Επιλέγει δυό τρείς, παραγγέλνει και φεύγει.
Ο Elite -όλοι έτσι τον ξέρουν- μου εμπιστεύτηκε το όνομά του.
- Μόνο ο Μουσούρης με φώναζε με το όνομά μου. Ερχότουσαν διάφοροι και του πρότειναν να φωτογραφίσουν τις παραστάσεις τσάμπα, «Εχω φωτογράφο» τους έλεγε.
Το βλέμμα μου φεύγει από τις φωτογραφίες και το γλυκό πρόσωπο του φωτογράφου και μέσα απ’ την βιτρίνα πλανιέται στην Φωκίονος Νέγρη.
- Αυτή η γειτονιά έχει τρείς όψεις. Ερχομαι κάθε πρωΐ. Το πρωΐ με τη λιακάδα και τα παιδιά είναι παράδεισος. Το απόγευμα, άλλο πράγμα, βγαίνουν οι συνταξιούχοι. Το βράδυ γίνεται μπορντέλλο.
Μνήμες από την χαμένη πατρίδα, την Κωνσταντινούπολη, μνήμες από την χαμένη γειτονιά
Χωρίς να πει άλλη λέξη βγάζει ένα αντίγραφο της φωτογραφίας που κοίταζα και μου το προσφέρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου