.
"Μιά εκδοχή του motorpsycho nitemare του Bob Dylan, προσαρμοσμένη στην ελληνική πραγματικότητα της αγνής ελληνικής επαρχίας- ισως 30 χρόνια πριν (όχι ότι έχουν αλλάξει πολλά από τότε δηλαδή, εκτός από την επιφάνεια)
Ακρως βουκολικός εφιάλτης
Τη πόλη μεσ' στη θάλασσα βαρέθηκα γιά λίγο
κι' είπα να πάρω τα βουνά, τα όρη να ξεφύγω
να δω βουνίσιους άνθρωπους, αθώους εις τα ήθη
και να ξεφύγω, ρε αδερφέ, γιά λίγο απ' τα συνήθη
Στης επαρχίας βρέθηκα ένα ερημοχώρι
από αυτά που αγνοούν τι είναι το βαπόρι
μα και το αυτοκίνητο μπροστά τους όταν δούν
φέρνουν κριθάρι και σανό να το περιποιηθούν
Εκεί λοιπόν θα έπρεπε τη νύχτα να περάσω
και των κοριών το τσίμπημα ίσως να δοκιμάσω
ρωτώντας γύρω, μούπανε να πάω στου Μποχόρη
πούχε ζαγάρια, πρόβατα, είχε και μία κόρη
Τη πόρτα χτύπησα δειλά, μ' άνοιξε ο νοικοκύρης
μούδειξε το δωμάτιο και μούπε "Δω θα γείρεις
και κοίτα να μη φοβηθείς τη νύχτα αν ακούσεις
φωνή απ' ένα φάντασμα, είναι της εκλιπούσης"
Κοιμόμουνα ανάλαφρα, ολίγον τι σκιαγμένος
όταν ακούω χτύπημα στη πόρτα επισταμένως,
του νοικοκύρη ήτανε η κόρη αγριεμένη
πως ένα παλιοφάντασμα στη κάμαρά της μπαίνει
"Ελάτε σας παρακαλώ" μου είπε με αντάρα
"Αμα σας δει το φάντασμα θα πάρει μιά τρομάρα"
Τη κόρη ακολούθησα στη κάμαρά της μόνος,
ανέκαθεν με συγκινεί των αλλωνών ο πόνος
Φορούσε ένα νυχτικό διάφανο και πασούμια
στο κομοδίνο ανοικτό ένα κουτί λουκούμια
"Πάρτε ένα σας παρακαλώ, πρώτη φορά στο σπίτι
να γλυκαθείτε" κι' ύστερα επήγε στο φεγγίτη
Κρεμάστηκε έξω η μισή και κοίταζε επάνω
"Εκεί είναι το φάντασμα, πέστε μου τι να κάνω;"
Ούτε και γω δεν ήξερα τι έπρεπε να πράξω
ώστε το παλιοφάντασμα, αμέσως να τρομάξω
Το αίτημά της μ' έβαλε σε προβληματισμό,
το λουκουμάκι έφαγα μέχρι να το σκεφτώ
προσέχοντας στο πάτωμα να μη μου πέσει σκόνη
"Ελάτε και το φάντασμα θα με νομίζει μόνη ! "
Πλησίασα λοιπόν εκεί, αλλά στενά τα μέρη
επάνω της ακούμπησα , μου έπιασε το χέρι
Εσκυψα γιά να δω και' γω, τι γίνεται επάνω,
κολλάω εις τη πλάτη της και το μυαλό μου χάνω
Την ώρα που τα μάτια μας ψάχνανε στο σκοτάδι,
το φάντασμα γυρεύοντας πούβγαινε κάθε βράδυ
η κόρη που στο όνομα ήταν Βασιλική
αποφασίζει ξαφνικά να γίνει τολμηρή
Το νυχτικό της σήκωσε μου έπιασε το χέρι
και το δικό μου οδηγεί στα τρυφερά της μέρη
και κει που το παλεύαμε "βάστα Βασιλικούλα"
του κυρ-Μποχόρη η φωνή "Τι κάνεις μωρή τσούλα ;"
Χαμηλωμένο σώβρακο, λυμένο παντελόνι
κι'ο κυρ-Μποχόρης πίσω μου το όπλο να σηκώνει
τρέχω να φύγω να σωθώ, σφαίρες γυρίζουν γύρω
είμαι σα βάρκα στ' ανοιχτά που έχασε το πίρο
"Μη σκιάζεσαι ειν' άσφαιρες" ακούω μιά φωνή
γυρνώ και βλέπω τη μικρή να με ακολουθεί
με τα μαλλιά της ξέπλεκα, το νυχτικό στη μέση
"Γύρνα να το τελειώσουμε ή μήπως δεν σ' αρέσει ;"
Λίγο αμφιταλαντεύτηκα, γλυκό ήταν το κορμί της
Στον σκοτεινό τον ουρανό, ένας λαμπρός κομήτης
οι σφαίρες σταματήσανε, δεν θάχε άλλο φυσίγγι
μα τότε τρώω μιά πετριά, δεξιά μεσ' στο μηνίγγι
Με πήρανε τα αίματα, σκούζει η Βασιλικούλα
χέστηκ' ο γέρος, κρύφτηκε σε μιά αποθηκούλα
με τα φιλιά της προσπαθεί τον πόνο μου να γιάννει
"Δεν θα μας κυνηγά κανείς αν βάλουμε στεφάνι ! "
Καθόλου δεν το σκέφτηκα, πήδηξα μεσ' στ' αμάξι
και φεύγω από το χωριό λίγο προτού χαράξει
σοφώτερος αισθάνθηκα από τις εμπειρίες
όπου προσφέρουν αφειδώς άγονες επαρχίες.
Ειν' άγρια τα πράγματα εκεί στα ορεινά
πάρα πολύ διαφέρουνε απ' τα θαλασσινά
ποτέ μου δεν μου έτυχε σαν ήμουν με γοργόνα
στην κεφαλή μου να δεχθώ κτύπημα από κοτρώνα
Ούτε ποτέ μου μίλησε νεράϊδα γιά στεφάνι
όταν μαζί μου ήθελε το κέφι της να κάνει
και αχινό σαν πάτησα δεν έβγαλα κραυγή
αν με νεράϊδα απαντηθείς σου κόβεται η φωνή
Πίσω λοιπόν ολοταχώς γιά παρά θιν' αλός
λουκούμι να μην ξαναδώ, ορκίστηκα ο φτωχός
έχει μεζέδες νόστιμους στης θάλασσας τα βάθη
μα και γοργόνες έμπειρες στου έρωτα τα πάθη
"Μιά εκδοχή του motorpsycho nitemare του Bob Dylan, προσαρμοσμένη στην ελληνική πραγματικότητα της αγνής ελληνικής επαρχίας- ισως 30 χρόνια πριν (όχι ότι έχουν αλλάξει πολλά από τότε δηλαδή, εκτός από την επιφάνεια)
Ακρως βουκολικός εφιάλτης
Τη πόλη μεσ' στη θάλασσα βαρέθηκα γιά λίγο
κι' είπα να πάρω τα βουνά, τα όρη να ξεφύγω
να δω βουνίσιους άνθρωπους, αθώους εις τα ήθη
και να ξεφύγω, ρε αδερφέ, γιά λίγο απ' τα συνήθη
Στης επαρχίας βρέθηκα ένα ερημοχώρι
από αυτά που αγνοούν τι είναι το βαπόρι
μα και το αυτοκίνητο μπροστά τους όταν δούν
φέρνουν κριθάρι και σανό να το περιποιηθούν
Εκεί λοιπόν θα έπρεπε τη νύχτα να περάσω
και των κοριών το τσίμπημα ίσως να δοκιμάσω
ρωτώντας γύρω, μούπανε να πάω στου Μποχόρη
πούχε ζαγάρια, πρόβατα, είχε και μία κόρη
Τη πόρτα χτύπησα δειλά, μ' άνοιξε ο νοικοκύρης
μούδειξε το δωμάτιο και μούπε "Δω θα γείρεις
και κοίτα να μη φοβηθείς τη νύχτα αν ακούσεις
φωνή απ' ένα φάντασμα, είναι της εκλιπούσης"
Κοιμόμουνα ανάλαφρα, ολίγον τι σκιαγμένος
όταν ακούω χτύπημα στη πόρτα επισταμένως,
του νοικοκύρη ήτανε η κόρη αγριεμένη
πως ένα παλιοφάντασμα στη κάμαρά της μπαίνει
"Ελάτε σας παρακαλώ" μου είπε με αντάρα
"Αμα σας δει το φάντασμα θα πάρει μιά τρομάρα"
Τη κόρη ακολούθησα στη κάμαρά της μόνος,
ανέκαθεν με συγκινεί των αλλωνών ο πόνος
Φορούσε ένα νυχτικό διάφανο και πασούμια
στο κομοδίνο ανοικτό ένα κουτί λουκούμια
"Πάρτε ένα σας παρακαλώ, πρώτη φορά στο σπίτι
να γλυκαθείτε" κι' ύστερα επήγε στο φεγγίτη
Κρεμάστηκε έξω η μισή και κοίταζε επάνω
"Εκεί είναι το φάντασμα, πέστε μου τι να κάνω;"
Ούτε και γω δεν ήξερα τι έπρεπε να πράξω
ώστε το παλιοφάντασμα, αμέσως να τρομάξω
Το αίτημά της μ' έβαλε σε προβληματισμό,
το λουκουμάκι έφαγα μέχρι να το σκεφτώ
προσέχοντας στο πάτωμα να μη μου πέσει σκόνη
"Ελάτε και το φάντασμα θα με νομίζει μόνη ! "
Πλησίασα λοιπόν εκεί, αλλά στενά τα μέρη
επάνω της ακούμπησα , μου έπιασε το χέρι
Εσκυψα γιά να δω και' γω, τι γίνεται επάνω,
κολλάω εις τη πλάτη της και το μυαλό μου χάνω
Την ώρα που τα μάτια μας ψάχνανε στο σκοτάδι,
το φάντασμα γυρεύοντας πούβγαινε κάθε βράδυ
η κόρη που στο όνομα ήταν Βασιλική
αποφασίζει ξαφνικά να γίνει τολμηρή
Το νυχτικό της σήκωσε μου έπιασε το χέρι
και το δικό μου οδηγεί στα τρυφερά της μέρη
και κει που το παλεύαμε "βάστα Βασιλικούλα"
του κυρ-Μποχόρη η φωνή "Τι κάνεις μωρή τσούλα ;"
Χαμηλωμένο σώβρακο, λυμένο παντελόνι
κι'ο κυρ-Μποχόρης πίσω μου το όπλο να σηκώνει
τρέχω να φύγω να σωθώ, σφαίρες γυρίζουν γύρω
είμαι σα βάρκα στ' ανοιχτά που έχασε το πίρο
"Μη σκιάζεσαι ειν' άσφαιρες" ακούω μιά φωνή
γυρνώ και βλέπω τη μικρή να με ακολουθεί
με τα μαλλιά της ξέπλεκα, το νυχτικό στη μέση
"Γύρνα να το τελειώσουμε ή μήπως δεν σ' αρέσει ;"
Λίγο αμφιταλαντεύτηκα, γλυκό ήταν το κορμί της
Στον σκοτεινό τον ουρανό, ένας λαμπρός κομήτης
οι σφαίρες σταματήσανε, δεν θάχε άλλο φυσίγγι
μα τότε τρώω μιά πετριά, δεξιά μεσ' στο μηνίγγι
Με πήρανε τα αίματα, σκούζει η Βασιλικούλα
χέστηκ' ο γέρος, κρύφτηκε σε μιά αποθηκούλα
με τα φιλιά της προσπαθεί τον πόνο μου να γιάννει
"Δεν θα μας κυνηγά κανείς αν βάλουμε στεφάνι ! "
Καθόλου δεν το σκέφτηκα, πήδηξα μεσ' στ' αμάξι
και φεύγω από το χωριό λίγο προτού χαράξει
σοφώτερος αισθάνθηκα από τις εμπειρίες
όπου προσφέρουν αφειδώς άγονες επαρχίες.
Ειν' άγρια τα πράγματα εκεί στα ορεινά
πάρα πολύ διαφέρουνε απ' τα θαλασσινά
ποτέ μου δεν μου έτυχε σαν ήμουν με γοργόνα
στην κεφαλή μου να δεχθώ κτύπημα από κοτρώνα
Ούτε ποτέ μου μίλησε νεράϊδα γιά στεφάνι
όταν μαζί μου ήθελε το κέφι της να κάνει
και αχινό σαν πάτησα δεν έβγαλα κραυγή
αν με νεράϊδα απαντηθείς σου κόβεται η φωνή
Πίσω λοιπόν ολοταχώς γιά παρά θιν' αλός
λουκούμι να μην ξαναδώ, ορκίστηκα ο φτωχός
έχει μεζέδες νόστιμους στης θάλασσας τα βάθη
μα και γοργόνες έμπειρες στου έρωτα τα πάθη
1 σχόλιο:
Tην καλησπέρα μου!
Δημοσίευση σχολίου