.
Εχθρός γαρ μοι κείνος.
Στεκόταν και τον κοίταζε. Μέσα στα μάτια. Προσπαθούσε να τον λυγίσει και να μην λυγίσει. Ποιός δεν θα στρέψει το βλέμμα ήταν το έπαθλο. Ωρα πολλή σε μάχη ηθικού. Ισοπαλία θα λέγαν οι κριτές. Υποχωρούσε όσο υποχωρούσε και ξαναδυνάμωνε όσο δυνάμωνε κι΄ο εχθρός. Μεχρι που άρχισε να ονειροπολεί απ’ την κούραση. Μηχανικά συνέχιζε την μάχη.
ομώς Αΐδαο πύλησιν
Ηταν ότι μισούσε. Μην κι’αγαπούσε ίσως ; Οχι στην παγίδα αυτή δεν θά’πεφτε. Μίσος καθάριο όσο ζεστό το αίμα του κυλούσε γι’αυτό που κάποτε θα τού 'παιρνε την θέρμη. Τότε μπορεί, στον αναπόφευκτο συμβιβασμό, ναι, μπορεί να τ’ αγαπούσε. Μα τώρα μόνο μίσος εχθρικό στη σκέψη του θανάτου. Συνέχισε να τον κοιτά
ος χ’ έτερον μεν κεύθη ενί φρεσίν
Οι σκέψεις του, οι σκέψεις του...πως τον εχθρό θα λειώσει. Σφαίρες τις έκανε και πυροβολούσε με τα μάτια. Ξεκάθαρος ο νους στο βλέμμα έδινε δύναμη τον άλλο να λυγίσει. Ολα παραμερίσανε μεσ’ στο μυαλό του, η τέλεια συγκέντρωση σ’αυτό το βλέμμα το πύρινο, φωτιά από το μίσος. Μα και το βλέμμα τ’ αντικρύ, κι’αυτό
πύρινο ήταν
άλλο δε είπη
Και τότε μίλησε. Λόγια γλυκά , παρηγορητικά, λόγια συμπόνοιας στον εχθρό. Είδε το βλέμμα του να μαλακώνει. Να, τώρα, σκέφτηκε, τώρα που νά’ ναι το βλέμμα θ’ αποσύρει.. Χαμογέλασε μέσα του, γλυκάθηκε στην προσμονή της νίκης, μα τίποτε, ισοπαλία πάλι.
Δοκίμασε τ’ αντίθετο. Αρχισε να τον βρίζει με το στόμα ενώ η σκέψη του τον λυπότανε γιά τις άδικες κατηγόριες. Πάλι τίποτε. Πάλι ισοπαλία.
Κουρασμένος ο Αχιλλέας έφυγε μακριά από τον καθρέπτη του. Το είδωλό του έφυγε κι’ αυτό..
Εχθρός γαρ μοι κείνος ομώς Αΐδαο πύλησιν
ος χ’ έτερον μεν κεύθη ενί φρεσίν, άλλο δε είπη ( Ομήρου Ιλ., ραψ. Ι )
Ότι μου είναι μισητός, όσο του Άδη οι πύλες,
κείνος που κρύβει άλλο στον νουν και άλλο στο χείλος έχει. (μεταφρ. Ι. Πολυλάς)
Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου