Κει, ξεχασμένη στη γωνιά ατέλειωτη γοργόνα, που μοναχός εδούλευε της σχόλης του τις ώρες. Το ξανθό παλικάρι τήραξε το γλυπτό με θαυμασμό και μιά λέξη πνίγηκε βαθιά στο λαρύγγι του, πριν ανεβεί στα χείλη :
Λορελάϊ
( Από το διήγημα του Τάσου Τσέλου "η Νεράϊδα" )
Τρία κοχύλια μούφερε της θάλασσας το κύμα
χρώμα έχει το 'να του βυθού, της άμμου ώχρα τ’ άλλo
το τρίτο κι’ ομορφότερο, στα χρώματα σου μοιάζει
Σα χελιδόνια φώλιασαν στη φούχτα μου και μείναν
να φέρει το 'να μια χαρά, τ’ άλλο τη νοσταλγία,
το τρίτο και το πιό πιστό, στη μνήμη τη μορφή σου
Σα λουλουδάκια άνθισαν, την ευωδιά απλώσαν
για να μυρίζει γιασεμί και φούλι η νυχτιά μου,
το τρίτο και πιό εύοσμο, το άρωμά σου κλείνει
Μα εσύ που πάντα ερχόσουνα στο πλάϊ μου να γείρεις
πού ταξιδεύεις άραγε και στέλνεις τα κοχύλια,
σε ποιούς αλλοτινούς καιρούς τα κύματά σου αφήνεις;
Σε περιμένω θε’ να 'ρθείς, να βγεις μέσα απ’ το κύμα
και να στεγνώσεις τις πληγές, γλυκά να τις γιατρέψεις,
ή μήπως και ξεχάστηκες εκεί μακριά στα βάθη...
Τρία κοχύλια μούφερε της θάλασσας το κύμα
Τρία κοχύλια που κανείς δεν μπόρεσε να κλέψει
Το ένα είναι η θάλασσα και τ' άλλο ο αγέρας
Το τρίτο, το πολύτιμο, τόσο πολύ δικό μου .
Κυριακή 1 Ιουνίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου