Πέμπτη 4 Ιουνίου 2009
Αριστοτέλους πολιτικά - να γιατί δεν θα ψηφίσω
Επ' ευκαιρία των ευροεκλογών και του ερωτήματος της αποχής, του κατακτημένου με αίμα (;) δικαιώματος ψήφου και των προεξεχόντων - δια βοής εκλεγμένων εις τα συνέδρια - αρχηγών των μεγάλων κομμάτων αφ' ενός και των αυτοχρησθέντων αρχηγών κ.κ. Τρεμόπουλου και Λεβέντη αφ' ετέρου...
" Τρεις εισίν αι ορθαί πολιτείαι (πολιτεύματα) : βασιλεία, αριστοκρατία, πολιτεία (*)
και τρεις αι παρεκβατικαί : τυρρανίς, ολιγαρχία, δημοκρατία
(*) Πολιτεία νοείται μίξις τις ολιγαρχίας και δημοκρατίας
Παρεκβατικά είναι τα πολιτεύματα καθ' α πάντες οι ίσοι μετέχουν πάντων εξ ίσου ή πάντων ανίσων οι καθ' ένα μόνον αγαθόν άνισοι "
( Αριστοτέλους Πολιτικά, μετάφραση, σημειώσεις Π. Λεκατσά , εκδ. Ιωαν. Ζαχαρόπουλου, Αθήνα 1939 )
Την πρωίαν της Κυριακής, όπως εκάστης Κυριακής, εκτός της θαλασσίας κολυμβήσεως, η ενασχόλησις (πολύωρος) μετά του ευγενούς αθλήματος της αλιείας, ιχθύων τε και αντικειμένων ερωτικού πάθους, παρα θιν' αλός ηλιοθεραπευομένων, υπερτερεί της ικανοποιήσεως εκ του γεγονότος ότι ετελέσθη το υμέτερον καθήκον και του "θριάμβου" της υμετέρας εκλογικής επιλογής.
Εξαιρέσεις : Αι υετώδεις Κυριακαί (άμα βρέχει καλοκαιριάτικα, ε, τότε αφού δεν πάτε για ψάρεμα, να πάτε να ψηφίσετε ), αι μητέρες κομμάτων και αι παρωχημένων αντιλήψεων- πλην όμως "προοδευτικαί" - κυρίαι της αγνής επαρχίας.
http://www.youtube.com/watch?v=za4Ntj-Vn0k
Ελεύθερη μετάφραση
Η ιστορία ενός γεράκου που ψάρευε σε μιά παραλία ένα απόγευμα με μάτια κλειστά σαν ναρκωμένος κι' ένα πλατύ χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό του.
Ξάφνου έρχεται απ' την μεριά του ήλιου στην παραλία κάποιος με τρομαγμένα από την περιπέτεια και μεγάλα σαν του μωρού μάτια και του λέει :
"Δος μου ψωμί, πεινάω και δεν έχω ώρα γιά χάσιμο, δος μου κρασί, διψάω και είμαι φονιάς"
Ο γεράκος δεν βλέπει πέρα απ' τη μύτη του και χωρίς τον ήλιο απέναντι αλλά πάντα κερνάει κρασί και μοιράζεται το ψωμί του μ' όποιον δηλώνει ότι πεινάει ή διψάει
Στα μάτια του ψαρά πάλι ο ήλιος κι' ο φονιάς να εξαφανίζεται κόντρα στον άνεμο, πίσω απ΄την πλάτη του γεράκου όπως σκορπίζουν τα σύντομα απριλιάτικα απογεύματα και όσο γρήγορα γίνονται πόνοι οι αναμνήσεις
Εμφανίζονται δυο έφιπποι οπλισμένοι χωροφύλακες και ρωτάνε τον γεράκο αν είδε να περνά από εκεί ένας δολοφόνος.
Μα ο γεράκος ψαρεύει με μάτια κλειστά σαν ναρκωμένος κι' ένα χαμόγελο πλατύ σαν χαρακιά, μόνιμα στο πρόσωπό του...
Il Pescatore (Fabrizio di Andre)
All'ombra dell'ultimo sole
s'era assopito un pescatore
e aveva un solco lungo il viso
come una specie di sorriso
Venne alla spiaggia un assassino
due occhi grandi da bambino
due occhi enormi di paura
eran gli specchi di un'avventura
E chiese al vecchio: "Dammi il pane
ho poco tempo e troppa fame"
e chiese al vecchio: "Dammi il vino
ho sete e sono un assassino"
Gli occhi dischiuse il vecchio al giorno
non si guardò neppure intorno
ma versò il vino e spezzò il pane
per chi diceva ho sete e ho fame
E fu il calore d'un momento
poi via di nuovo verso il vento
davanti agli occhi ancora il sole
dietro alle spalle un pescatore
Dietro alle spalle un pescatore
e la memoria è già dolore
è già il rimpianto di un aprile
giocato all'ombra di un cortile
Vennero in sella due gendarmi
vennero in sella con le armi
chiesero al vecchio se lì vicino
fosse passato un assassino
Ma all'ombra dell'ultimo sole
s'era assopito il pescatore
e aveva un solco lungo il viso
come una specie di sorriso
e aveva un solco lungo il viso
come una specie di sorriso
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Καλημέρα φίλε Τζι!
Αφού επέλεξες αποχή, καλές βουτιές αύριο και προσοχή στα χταπόδια... :)
Για σου Ρόκυ.
Ελπίζω να σου άρεσε το τραγούδι.
Δημοσίευση σχολίου