.
Δεν ήξεραν και δεν έβλεπαν ο ένας τον άλλον. Ο ένας τυφλωνόταν από το πολύ φώς και ο άλλος απ’ το σκοτάδι. Επρεπε όμως να βγάλουν τη δουλειά. Τα νερά είχαν ταραχτεί αρκετά. Ερώτηση ο ένας-πάντα ο ένας-, απάντηση πάντα ο άλλος, ακόμα και χωρίς ερώτηση.
-Γιατί γράφεις ; Τι θες να δείξεις ;
«Τι θες να κρύψεις ; » σκέφτηκαν κι’ οι δύο. Ηταν κανόνας στο “παιχνίδι” τους.
-Αφήνω τα πενήντα και πάω γιά τα εξήντα, δεν μιλάω εύκολα πιά, γράφω...
-Κι’ άλλοι γράφουν μα δεν προβοκάρουν. Γιά ποιούς δουλεύεις ;
Σαν να δυνάμωσε η λάμψη του προβολέα στο πρόσωπό του, λες και με το περισσότερο φως θα φαινόταν η αλήθεια. Σιωπή η απάντηση. Επανήλθε.
-Εσύ κτυπάς και τους δικούς σου. Γιατί το κάνεις ;
-Ετσι μου βγαίνει. Δεν ξεχωρίζω τους δικούς μου από τους άλλους. Παλεύω να τους δείξω τι τους ξεφεύγει.
Αδύνατον να δει το πρόσωπό του στη σκοτεινή κάμαρη. Τόσο σκοτάδι ούτε η φαντασία δεν διαπερνά. Σταμάτησε τη διαστολή στις κόρες του.
-Κι’ άλλοι τα βάζουνε με τους δικούς τους. Γιατί εμένα ;
-Από συνήθεια. Θυμάσαι;
-Πως να θυμάμαι ; Ποτέ δεν είδα πρόσωπα, δεν ξεχωρίζω τις φωνές, κάθε φορά ξεχνάω γρήγορα, να επιζήσω.
-Πες τη κατάθεσή σου να τελειώνουμε
-Παλεύω. Γιά μερικά πράγματα, παλεύω. Κι’ ο Χατζηδάκις γιά μερικά πράγματα πάλευε. Δεν έχω όμως το ταλέντο του.
Και γράμματα γνωρίζω.
Δευτέρα 4 Ιουνίου 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου