(προσχέδιον)
Που’σουν παιδί μου λατρευτό
Με τα θλιμμένα μάτια και τη βραχνή φωνή ;
- Ταξίδεψα και άγγιξα τα στιχοτόπια εκείνα
στη χώρα των ανέμων
Τα φρικαλέα αιμοσταγή, τις σκοτωμένες λέξεις
Των μολυσμένων ποιητών και των συνοδοιπόρων.
Πέρασα όρη και γκρεμούς και τεχνητά λιμάνια
Μα ζωντανό τίποτε πιά πάνω τους δε σαλεύει
Τι είδες παιδί μου λατρευτό
Με τα θλιμμένα μάτια και τη βραχνή φωνή ;
- Είδα δασκάλους έμπυους και καλοβολεμένους
το μίσος τους να βγάζουν
Σε χώρους ακατοίκητους μπερδεύοντας τις λέξεις
Το προϊόν τους να πωλούν σ’ ομότεχνους αγύρτες
Εμποροι λόγων και γραπτών κι’ ευνοϊκών σχολίων
Κι’ όλοι μαζί να υμνολογούν ότι τους καταστρέφει
Τι άκουσες παιδί μου λατρευτό
Με τα θλιμμένα μάτια και τη βραχνή φωνή ;
- Ακουσα ψιθυρόφωνους σωστά να λένε λόγια
σα να ντρεπότουσαν γι’ αυτό
Με στόμφο τα σκεπάζανε οι συνεννοημένοι
Χαρτιά, πτυχία φέροντες και δόξαν εγκαθέτων
Κραυγές κοράκων, υαινών, απόηχος της ζούγκλας
Και χερουβείμ σατανικά να βγάζουν το ψωμί τους
Ποιους γνώρισες παιδί μου λατρευτό
Με τα θλιμμένα μάτια και τη βραχνή φωνή ;
- Γνώρισα ανθρώπους βρώμικους με καθαρά τα ρούχα
βενζίνα περασμένα
Ενα να λένε στη στιγμή κι’ αντίθετα να πράττουν
Μνήμη θολή στο όνομα μιάς κάποιας συμφωνίας
Λιβανιστές και υμνητές της κάθε εξουσίας
Γυναίκες να εμπορεύονται τα θέλγητρα της φύσης
Τί έκανες παιδί μου λατρευτό
Με τα θλιμμένα μάτια και τη βραχνή φωνή ;
- Προσπάθησα με το στανιό τον ήλιο να σηκώσω
στα πρόσωπά τους πάνω.
Μα κείνα τρίξαν άσχημα της φρίκης τους τον ήχο
Τι στο σκοτάδι ήτανε καλά συνηθισμένα
Κι' όταν με πόνο τ' άφησα ξανά χαμογελάσαν
Αν τη ρωγμή στο πρόσωπο χαμόγελο την λένε
Που πας παιδί μου λατρευτό
Με τα θλιμμένα μάτια και τη βραχνή φωνή ;
- Κινώ για’ κεί που η οχλοβοή και η οσμή δεν φτάνει
τον ήλιο να σκεπάσει
Μέσα στο δάσος θα χωθώ και πίσω του θε’ νάβρω
Νησί στη μέση τ’ ωκεανού αραιά κατοικημένο
Από τη κίτρινη βροχή να φύγω, να γλυτώσω
Μέχρι να βγει εκεί ψηλά ξανά ουράνιο τόξο
Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
πολύ πρωτότυπο, μου άρεσε πολύ
Δημοσίευση σχολίου