Κόσμος πάει κι’ έρχεται. Και ξανάρχεται. Ζητάνε ότι έχει κι’ ότι δεν έχει, ίδια με τις σχέσεις των ανθρώπων. Ζήτησες ούζο. Δεν είχε. Μα ούζο πίνουμε, πως βρέθηκε ; απόρησες. Κι’ εγώ απόρησα. Θα τόφερε η παρέα σου, είπα και σε κοίταξα.
Μετά ο μπάρμαν θυμήθηκε το θαμώνα. Θάθελα και γω ένα ποτηράκι. Δεν είχες πρόβλημα ν’ αλλάξουμε τους ρόλους μας. Θα σου φέρω ένα ποτηράκι, έχει ακόμη λίγο στο τραπέζι.
Μπέρδεψες το ούζο με το τσίπουρο, χωρίς νερό και πάγο, συμβαίνει. Ευλογία. Αν τα είχες ξεκαθαρισμένα δεν θα ‘χα την ευκαιρία να μου προσφέρεις τσίπουρο και οπτασίες. Ούτε υπόσχεση γιά ούζο κι’ επανεμφάνιση. Επινες τσίπουρο, διάφανο σαν τη σκέψη σου κι’ ήταν νερουλιασμένο το μυαλό μου, θολό σαν νερωμένο ούζο. Δεν ενοχλήθηκες, δεν κόλλησες εκεί, ότι κι’αν πίνουμε με ούζο μοιάζει. Μύρισες τ’ άρωμά του, νοστάλγησες τη γεύση του.
Πλωμάρι Μυτιλήνης.
Επινες τσίπουρο με την παρέα σου. Σε ξαναείδα. Εμείς θα πιούμε ένα ουζάκι είτε στη γη μαζί, είτε μονάχος στα όνειρά μου.
1 σχόλιο:
ωραία, χαίρομαι που σου σχολιάζω μετά από τόσο καιρό, πως είσαι; Μου άρεσε αυτό που διάβασα, ελύθερη γραφή, ελευθερία στη σκέψη, και α-κα-λυ-πο-πτι-κό.
Δημοσίευση σχολίου