.
Είπες το όχι μ' ολη τη δύναμη της εσωτερικής σου απελπισίας, αδύνατο ν' αντισταθείς.
Χιλιάδες χρόνια ο Ηρόστρατος χαμογελάει.
Τόξερες τ' όχι θάνατο φέρνει. Το διάλεξες σα παιδάκι, σαν " αύριο θα γιάνει η πληγή ".
Τ' απορημένο βλέμμα, το κράτημα της αναπνοής, τα λόγια που δε βγήκαν απ΄τα χείλη, ζεστή εικόνα που δραγούμισες. Κομμάτια να τη κάνεις στο κόσμο σου. Στο κόσμο της απολογίας. Ετσι νόμιζες.
Κι' είδες πως δεν υπάρχει τίποτα, ούτε κόσμος, ούτε απολογία, ούτε ομιλία.
Δεν ελέγχεις πιά ούτε το νού σου, ούτε το κορμί σου.
Ούτε το μακιγιάζ στο πρόσωπο, όσο κι' αν θέλεις- τι γίνανε τα χέρια σου;
Είπες το όχι στο μεθύσι της μανίας σου, ίσως το φχαριστήθηκες.
Που ειν' οι παραμυθένιοι κήποι που σ' οδηγούσε; Δεν τ' άντεχες. Στο τιμόνι εσύ κι' οι βάλτοι οι νοητοί, παρουσιάστηκαν. Οι δικοί σου βάλτοι- αυτό μέτραγε μόνο. Τους έβαλες στη ζυγαριά, νικήσανε τους κήπους.
Το πρόσωπό σου γέρασε μεμιάς. Δεν το' δες στους παραμορφωτικούς καθρέπτες σου. Ούτε την ακινησία κατανόησες. Ακουσες μακρινή φωνή και σκύλιασες.
Είπες το όχι μ' όλη τη δύναμη του πείσματός σου. Φαντάστηκες καταστροφή και πήγες να γελάσεις. Μα οι μυς του προσώπου σου δεν σάλεψαν.
Οχι, σκέφτηκες γιά τελευταία φορά.
Στα μάτια σου- καθρέπτη της ψυχής-σερνάμενα σκουλήκια ξεπροβάλλουν απ΄τη πηγή των δακρύων σου. Και συ ακίνητη. Αράχνες κτίζουν τον ιστό τους στα βλέφαρά σου πάνω.
Η τελευταία εικόνα σου κι' η μόνη που έφυγε μαζί σου.
Λέξη, καμμιά δεν πήρες.
Είπες το όχι μ' ολη τη δύναμη της εσωτερικής σου απελπισίας, αδύνατο ν' αντισταθείς.
Χιλιάδες χρόνια ο Ηρόστρατος χαμογελάει.
Τόξερες τ' όχι θάνατο φέρνει. Το διάλεξες σα παιδάκι, σαν " αύριο θα γιάνει η πληγή ".
Τ' απορημένο βλέμμα, το κράτημα της αναπνοής, τα λόγια που δε βγήκαν απ΄τα χείλη, ζεστή εικόνα που δραγούμισες. Κομμάτια να τη κάνεις στο κόσμο σου. Στο κόσμο της απολογίας. Ετσι νόμιζες.
Κι' είδες πως δεν υπάρχει τίποτα, ούτε κόσμος, ούτε απολογία, ούτε ομιλία.
Δεν ελέγχεις πιά ούτε το νού σου, ούτε το κορμί σου.
Ούτε το μακιγιάζ στο πρόσωπο, όσο κι' αν θέλεις- τι γίνανε τα χέρια σου;
Είπες το όχι στο μεθύσι της μανίας σου, ίσως το φχαριστήθηκες.
Που ειν' οι παραμυθένιοι κήποι που σ' οδηγούσε; Δεν τ' άντεχες. Στο τιμόνι εσύ κι' οι βάλτοι οι νοητοί, παρουσιάστηκαν. Οι δικοί σου βάλτοι- αυτό μέτραγε μόνο. Τους έβαλες στη ζυγαριά, νικήσανε τους κήπους.
Το πρόσωπό σου γέρασε μεμιάς. Δεν το' δες στους παραμορφωτικούς καθρέπτες σου. Ούτε την ακινησία κατανόησες. Ακουσες μακρινή φωνή και σκύλιασες.
Είπες το όχι μ' όλη τη δύναμη του πείσματός σου. Φαντάστηκες καταστροφή και πήγες να γελάσεις. Μα οι μυς του προσώπου σου δεν σάλεψαν.
Οχι, σκέφτηκες γιά τελευταία φορά.
Στα μάτια σου- καθρέπτη της ψυχής-σερνάμενα σκουλήκια ξεπροβάλλουν απ΄τη πηγή των δακρύων σου. Και συ ακίνητη. Αράχνες κτίζουν τον ιστό τους στα βλέφαρά σου πάνω.
Η τελευταία εικόνα σου κι' η μόνη που έφυγε μαζί σου.
Λέξη, καμμιά δεν πήρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου