.
...ρέε δ' άμβροτον αίμα θεοίο
ιχώρ, οίός πέρ τε ρέει μακάρεσι θεοίσιν
ου γαρ σίτον έδουσ' ου πίνουσ' αίθοπα οίνον,
τούνεκ' αναίμονες εισί και αθάνατοι καλέονται
(Ιλιάδα, ραψ Ε)
Ρέει το αίμα της θεάς και άφθαρτον είν’ εκείνο,
το έχουν μόν’ οι μάκαρες θεοί και ιχώρ το λέγουν.
Οίνον δεν πίνουν οι θεοί, μήτε σιτάρι τρώγουν,
κι είναι δια τούτο αναίματοι και αθάνατοι καλούνται.
( μετάφραση Ιακ. Πολυλά)
.
Πιτσιρίκι μ’ έστελνε η θειά μου να ψωνίσω στο μπακάλικο του χωριού. Σκοτεινός χώρος , γεμάτος αρώματα και λίγδα. Κρασοβάρελα πάνω, πετρέλαιο κάτω, υποτυπώδες ψυγείο κι’ η μυρωδιά απ’ τις παστές σαρδέλλες να υπερισχύει. Το τενεκεδάκι πάντα ανοικτό και κάθε τόσο να φεύγουνε πεντ’ έξη σε μιά λαδόκολλα γιά το μοναδικό τραπεζάκι και τις λιγοστές καρέκλες. Στα ανήλιαγα, δυό-τρεις ψαράδες κι’ ο κυρ Αντρέας, ο προύχοντας, καθισμένοι στο σιδερένιο τραπεζάκι, μπερδεμένοι στα ψίχουλα του ψωμιού και στα υγρά της ντομάτας, συνόδευαν το κρασάκι τους μ’ αλίπαστα και ταγγισμένο κεφαλοτύρι.Σερβίτσιο μοναχό είχαν μαχαίρια και ποτηράκια της ρακής. Κουβέντιαζαν ήσυχα, οι ψαράδες γιά τον καθημερινό τους μόχθο κι’ ο κυρ Αντρέας τα δικά του. Χανόταν ο καθένας στα λόγια του και σπάνια μπλέκανε σε κάτι κοινό. Ισως γιατί τα κοινά ήταν επώδυνα, ίσως η ζάλη του κρασιού. Το χωριό δεν είχε ταβέρνα, μόνο ένα θορυβώδικο μαγέρικο, το χρυσό τηγάνι το λέγανε περιπαικτικά, μόνο τηγανιτά μαγείρευε στο ίδιο πάντα λάδι.
Η γυναίκα του κυρ Αντρέα -υγιέστατη- φώναζε το μοναδικό ταξί του χωριού γιά να την πάει πεντακόσια μέτρα πιό πέρα στο «φιλολογικόν τέϊον» που διοργάνωναν άλλες κυρίες του χωριού, δικαιολογία γιά να πέσουν στην λατρεία του μπαλλαντέρ και του φάντη.
Ηταν και μιά ευκαιρία να μένει μόνη η κόρη με το φίλο της που έκανε τη θητεία του στο ναυτικό μέσα στο σπίτι του κυρ Αντρέα. Τ’ άκουγα αυτά πιτσιρικάς μα δεν τα καταλάβαινα. Μόνη μου απορία ήτανε τι δουλειά είχε ο κυρ Αντρέας με τους «παρακατιανούς». Τόσα λεφτά είχε, μπορούσε να πάει κάπου καλύτερα, να φάει κάτι καλύτερο, βρε αδερφέ.
Μου λύθηκε ένα πρωΐ όπως περίμενα να κόψει το χαλβά ο μπακάλης. Μπήκε φουριόζα μιά γειτόνισσα γαλιάντρα και διέκρινε στα σκοτάδια την μορφή του προύχοντα :
- Πάλι τα πίνεις πρωΐ-πρωΐ κυρ Αντρέα ;
Μετέωρο το χέρι με το κρασί, δεν έφτασε στο στόμα. Θες η στιγμή, θες το κρασί, περίλυπη ακούστηκε η φωνή του κυρ Αντρέα :
-Με μιά γυναίκα τρελλή και μιά κόρη πουτάνα, τι θες να κάνω κυρά Λένη ;
Τρίτη 18 Μαρτίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου