Τ’ αρχαία αγάλματα
Γυναίκα που σου θλίβεται η ήβη
τ’ αγάλματα να μην τα αποπαίρνεις
σαν ξεγλιστρούν τη νύχτα απ’ τα μουσεία
ένα χορό στον δημιουργό τους ν’ αποδώσουν
Στη μνήμη τους μια θριαμβευτική κραυγή,
μια αστραπή υπάρχει και μια κορύφωση του πόθου.
Κόρη γυμνή κρατούσανε με χέρια στιβαρά,
την ώρα που σε θραύσματα η καταδίκη ήρθε
Και μη θαρρείς ο έρωτας την τέχνη πως την ξέρει
μάθε το κάθε άγαλμα ο πόνος το σμιλεύει
απ’ τα συντρίμμια κατά λάθος εραστών
που δεν περπάτησαν μαζί στο ίδιο μονοπάτι
Τέχνη κι’ ανείπωτη χαρά μπορούν να μοιραστούνε
με τον που τα συγκόλλησε, κομμάτια γύρω σκόρπια
Αρχαιολόγος ή ψαράς που του τυχαν στα δίχτυα
η και αγρότης σκάβοντας τη γη για να καρπίσει
Των κομματιών η ένωση σωμάτων είναι πόθος
κι’ ο χωρισμός τους άνομο, σκληρού ανθρώπου έργο
Σαν τα κοιτάς τ’ αγάλματα και κείνα σε κοιτάνε
τις μνήμες τους σκαλίζουνε τη λύτρωση να βρούνε
Μην τα περνάς γι’ ασάλευτα, τ’ αγάλματα δεν είναι,
στα φώτα μόνο της ημέρας ηρεμούν
σαν έρθει σούρουπο τα μέλη τους λυγίζουν,
γλιστρούν στου φεγγαρόφωτου τις σκιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου